- καρακάλλιον
- καρακάλλιον, τὸ (Α)πάπ. υποκορ. τού καράκαλλον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ-ον + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθ-ιον, τραπέζ-ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
CARACA — apud Anastasium in Benedicto III. caraca de holovero cum chrysoclavo, camisias albas sigillatas holosericas: forte pro Caracalla; vulgo tamen saraca legitur. Fuit autem Caracalla, vestis urbana et militaris, paenulae similis, ut Dio indicat et… … Hofmann J. Lexicon universale
κακάλλι — το 1. λειρί 2. η σαρκώδης απόφυση που έχουν στον λαιμό οι κότες και οι πετεινοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκάλι, με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος < μσν. καρακάλλιον < λατ. caracalla «κουκούλα»] … Dictionary of Greek
καρκάλλιν — καρκάλλιν, τὸ (Μ) είδος φορέματος που σκέπαζε και τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καρακάλλιον* με συγκοπή τού α ] … Dictionary of Greek
χαρχάλι — το, Ν 1. λειρί πετεινού 2. περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. τού καράκαλλον* «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ άλλη άποψη, από τη λ.… … Dictionary of Greek